ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

Πανελλήνια Καταγραφή Ομοιοπαθητικών Περιπτώσεων - Παιδικός Πληθυσμός & Επίπεδα Υγείας

Κατηγορίες: Homeonews

Πανελλήνια Καταγραφή Ομοιοπαθητικών Περιπτώσεων - Παιδικός Πληθυσμός & Επίπεδα Υγείας

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ (GREC-HOMEO)

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΜΕ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ.ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ.
Τζουλιάνα Κομίν-Αντωνοπούλου, Ηρώ Λειβαδά, Αθανάσιος Αντωνόπουλος, Αριστοτέλης Βάθης, Γεώργιος Βυθούλκας.
Δ.Α.Κ.Ο. , Αλόνησσος, Β. Σποράδες.

Εισαγωγή.

Είναι γνωστό ότι οι εναλλακτικές μορφές ιατρικής αυξάνονται παγκοσμίως όπως αναφέρεται από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας. (1). Aπό όλες τις μορφές εναλλακτικής ιατρικής η ομοιοπαθητική αποτελεί την περισσότερο γνωστή και την περισσότερο χρησιμοποιούμενη από τον γενικό πληθυσμό (2). Η σωστή εφαρμογή της προϋποθέτει τις κατάλληλες γνώσεις αλλά και τα κατάλληλα διαγνωστικά και προγνωστικά εργαλεία τα οποία θα προσφέρουν σημαντική βοήθεια στο γιατρό που ασκεί την ανωτέρω θεραπευτική μέθοδο. Η εισαγωγή των 12-επιπέδων υγείας (ΕΥ) από το Γ. Βυθούλκα στην καθημερινή κλινική ομοιοπαθητική πρακτική έδωσε την δυνατότητα για την καλύτερη προγνωστική διαστρωμάτωση των ασθενών που επιλέγουν την ομοιοπαθητική σαν θεραπευτικό μέσο (3,4,5). Η διατύπωση τους φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο στην κλινική ομοιοπαθητική πράξη καθώς η βαθύτερη κατανόησή τους θα βοηθήσει στην καλύτερη ερμηνεία του ομοιοπαθητικού ιστορικού και την συνολικότερη προγνωστική εκτίμηση της κλινικής εικόνας του ασθενούς. Παρ` όλα αυτά ακόμη και σήμερα υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες στην εφαρμογή τους, και τούτο διότι αφ΄ενός μεν απαιτείται μεγάλη εμπειρία του ιατρού που λαμβάνει το ομοιοπαθητικό ιστορικό και αφ΄ετέρου επειδή οι κανόνες τους ακόμα δεν έχουν πλήρως κατανοηθεί από την πλειονότητα των ομοιοπαθητικών ιατρών. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα μια επιστημονικά τεκμηριωμένη διερεύνηση της εφαρμογής τους σε συγκεκριμένους πληθυσμούς ασθενών.

Στόχοι.

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να μελετήσει, διαμέσου των δεδομένων του Πανελλήνιου registry Ομοιοπαθητικών περιπτώσεων, πως κατανέμεται η συχνότητα των επιπέδων υγείας σε σχέση με την ηλικία ή/και σε σχέση με την ασθένεια, αρχικά στο δείγμα μας (περιγραφικά) και στην συνέχεια να προσπαθήσει να εφαρμόσει στο δείγμα θεωρητικά-στατιστικά μοντέλα-νόμους ώστε να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα που να είναι εφαρμόσιμα στον γενικό πληθυσμό.

Υλικό και Μέθοδοι.

Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν διαδοχικά 370 παιδιά τα οποία συμμετείχαν στο registry GREC-HOMEO το οποίο διενεργείται στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο 2006 και συνεχίζεται. Σε αυτό συμμετέχουν συνολικά 13 ιατροί-κέντρα (10 ιατροί ήταν από την Αθήνα και 3 ιατροί από επαρχία). Ολοι οι συμμετέχοντες ιατροί έχουν εκπαιδευτεί στην Κλασσική Ομοιοπαθητική για 4 έτη και ασκούν αυτην για περισσότερο από 6ετία. Παρακολουθούν τα ετήσια σεμινάρια της Δ.Α.Κ.Ο. και λαμβάνουν τα μόρια συνεχιζόμενης ιατρικής εκπαίδευσης στην κλασσική ομοιοπαθητική. Μέχρι τον Μάρτιο 2008 συμπεροελήφθησαν 200 αγόρια (54%) και 170 κορίτσια (46%) (p=NS), ηλικίας από 0 ως 10 έτη. Η μέση ηλικία των παιδιών στο σύνολό τους ήταν 4.01?2.51, ενώ μεμονωμένα για τα αγόρια ήταν 4.01?2.45 και για τα κορίτσια ήταν 4.00?2.57 (p=NS).

Οι ασθένειες για τις οποίες οι ασθενείς προσέρχονταν στον ομοιοπαθητικό ιατρό ήταν διάφορες, αλλά λόγω της μεγάλης διασποράς αυτών ταξινομήθηκαν σε ομάδες ανάλογα με τα διάφορα ανατομικά συστήματα. Έτσι στην τελική ανάλυση συμπεριελήφθησαν ασθενείς με παθήσεις του αναπνευστικού, γαστρο-εντερικού, δέρματος, νευροψυχιατρικού και ΩΡΛ καθώς επίσης και διάφορες ιώσεις-λοιμώξεις, δεδομένου ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αυτές υπήρχε ικανοποιητικό μέγεθος δείγματος (Πίνακας 1).

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Για να ελεγχθεί η συμπεριφορά της κατανομής συχνοτήτων των επιπέδων υγείας στην μελέτη μας χρησιμοποιήσαμε διάφορα θεωρητικά στατιστικά μοντέλα-νόμους και τα συγκρίναμε με δεδομένα από παιδιά (συχνότητες από νοσολογικές περιπτώσεις ανά ανατομικά συστήματα) οι οποίες κατεγράφησαν στο πανελλήνιο Registry ομοιοπαθητικών περιπτώσεων GREC-HOMEO το οποίο διενεργείται από Δ.Α.Κ.Ο. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν τα μοντέλα κανονικής και διωνυμικής κατανομής (6), Gamma-κατανομής, BETA-κατανομής, και της κατανομής Weibull (7). Τα συγκεκριμένα μοντέλα, εφ΄ όσον είναι δυνατή η εφαρμογή κάποιου από αυτά, δίνουν την θεωρητική δυνατότητα πρόβλεψης σε γενικότερα επίπεδα πληθυσμού. Η επιλογή των συγκεκριμένων στατιστικών μοντέλων έγινε διότι από την θεωρία της στατιστικής επιστήμης έχει αποδειχθεί ότι οι κατανομές συχνοτήτων των πληθυσμών ή/και των παραμέτρων που μελετάμε ακολουθούν κάποιους, θεωρητικούς μαθηματικούς-στατιστικούς νόμους (8). Αν από μία στατιστική δοκιμή μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε κάποιο θεωρητικό στατιστικό μοντέλο-νόμο (με την μέθοδο προσαρμογής στα δεδομένα μας) τότε μπορούμε να δεχθούμε ότι αυτό το θεωρητικό στατιστικό μοντέλο-νόμος ακολουθεί και ο γενικότερος πληθυσμός. Κατά συνέπεια οι πιθανότητες που παίρνουμε από το εφαρμοσθέν στατιστικό μοντέλο αφορά το σύνολο του υπό εξέταση πληθυσμού και μάλιστα χωρίς στατιστικά σημαντικό σφάλμα. Επίσης χρησιμοποιήθηκε η δοκιμή paired t-test of the means προκειμένου να διευκρινίσουμε την πιθανή ύπαρξη διαφορών στα μέσα επίπεδα υγείας για το σύνολο των ανατομικών συστημάτων ασθενειών για τις ηλικίες 0-5 και 5-10 ετών. Για τον έλεγχο της διαφοράς των μέσων τιμών και της σημαντικότητας του συντελεστή συσχέτισης χρησιμοποιήθηκε το t-test ενώ για τον έλεγχο της καλής προσαρμογής των θεωρητικών στατιστικών μοντέλων-νόμων στα δεδομένα μας και τον έλεγχο των αναλογιών χρησιμοποιήθηκε το x2-test. Regression analysis χρησιμοποιήθηκε για την σύγκριση των επιπέδων υγείας σε σχέση με την ηλικία, (σχήμα 1), και Correlation analysis για την ανεύρεση του συντελεστή συσχέτισης αυτών. Τέλος, ορίσθηκε στο σύνολο της μελέτης η στατιστική σημαντικότητα p<0.05.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Στον πίνακα 1 περιγράφεται ο πληθυσμός των παιδιών που συμμετείχαν στην μελέτη και χωρίστηκαν σε ηλικιακές ομάδες (0-5 και 5-10 ετών) και σε τρεις ομάδες επιπέδων υγείας (1,2,3 - 4,5,6 - 7,8,9,10) για τα 6 βασικά ανατομικά συστήματα παθολογιών και το σύνολο των υπολοίπων. Όπως φαίνεται η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης παθήσεων στο υπό εξέταση δείγμα παρατηρείται στα Γαστρoεντερικά, Δερματoλογικά, Ιώσεις-Λοιμώξεις και «άλλες» ασθένειες οι οποίες επικεντρώνονται στα επίπεδο υγείας 1-3, για τις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και τις ασθένειες ΩΡΛ στα επίπεδο υγείας 4-6, ενώ οι νευροψυχιατρικές παθήσεις παρουσιάζουν την ίδια περίπου συχνότητα σε όλα τα επίπεδα υγείας.

Από την μελέτη της συσχέτισης μεταξύ της μέσης ηλικίας και του εμφανιζόμενου αντίστοιχα επιπέδου υγείας (σχήμα 1), ανεξάρτητα από την παρατηρούμενη ασθένεια, παρατηρείται μια στατιστικά σημαντική (R2= 0.8208) συσχέτιση υπερβολικής μορφής (CI 95%) για το σύνολο των παιδιών. Γίνεται συνεπώς κατανοητό ότι αυξανομένης της ηλικίας μέχρι τα 5 έτη παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του επιπέδου υγείας σε σχέση με την ηλικία, ενώ μετά τα 5 έτη αυτή τείνει να σταθεροποιηθεί στο επίπεδο 4 με 5. Η εικόνα αυτή στα αγόρια είναι περισσότερο εμφανής, αλλά η συσχέτιση αν και στατιστικά σημαντική (R2=0.3861) είναι μικρότερη από ότι στις άλλες περιπτώσεις. Στα κορίτσια η συσχέτιση είναι και πάλι υπερβολικής μορφής, στατιστικά σημαντική (R2=0.7563), αλλά η τάση σταθεροποίησης μετά την ηλικία των 5 ετών είναι πολύ ασθενέστερη.

Εν συνεχεία προκειμένου να διευκρινίσουμε την πιθανή διαφοροποίηση των επιπέδων υγείας ανά ανατομικό σύστημα ασθενειών στις ομάδες ηλικιών 0-5 και 5-10 εφαρμόσαμε το paired t-test of the means το οποίο όμως δεν κατέδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές.

Όπως φαίνεται από το σχήμα 2, σε όλες τις ομάδες επιπέδων υγείας οι διαφορές μεταξύ εμπειρικών(δηλ. αυτών που καταγράφησαν από το registry) και θεωρητικών συχνοτήτων στα αναπνευστικά, γαστρεντερικά και δερματολογικά νοσήματα είναι μικρές.

Εν τούτοις γίνεται σαφές ότι στα επίπεδα υγείας 1,2,3 παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ εμπειρικών και θεωρητικών συχνοτήτων στις περιπτώσεις των παθήσεων ΩΡΛ δεδομένου ότι η προσέγγιση σε θεωρητικό στατιστικό μοντέλο -νόμο της ομάδας των ΩΡΛ δεν είναι καλή (Σχήμα 3).

Στα επίπεδα υγείας 4,5,6 και 7 ως 10 επίσης καταγράφονται διαφορετικά ποσοστά μεταξύ εμπειρικών και θεωρητικών τιμών στην ομάδα με τις ιώσεις-λοιμώξεις (Σχήμα 3).

Στα επίπεδα υγείας 7 έως 10 οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ συχνοτήτων εμφάνισης νόσου που ορίζονται από το καταγραφέν δείγμα και αυτών που ορίζονται από το θεωρητικό-στατιστικό μοντέλο παρατηρούνται και πάλι στις παθήσεις ΩΡΛ, αλλά και στις νευροψυχιατρικές παθήσεις γιατί αφ΄ ενός οι καταγραφείσες περιπτώσεις είναι λίγες και αφ` ετέρου στην ομάδα αυτή των επιπέδων υγείας (δηλ. 7-10) για τις νευροψυχιατρικές περιπτώσεις, καταγράφεται η μεγαλύτερη συχνότητα περιπτώσεων, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα να αποκλίνουν οι πραγματικές συχνότητες καταγραφής (που προέρχονται από το registry) από τις συχνότητες κατανομής του θεωρητικού-στατιστικού μοντέλου που εφαρμόσθηκε.

Τέλος, όπως γίνεται σαφές στο σχήμα 4, παρατηρείται μια στατιστικά σημαντική γραμμική αύξηση του μέσου επιπέδου υγείας (δηλαδή επιβάρυνση της υγείας) σε σχέση με τα έξι βασικά ανατομικά συστήματα ασθενειών που κατεγράφησαν στα παιδιά με την σειρά που δίνονται στην εικόνα.

Έτσι γίνεται σαφές ότι ενώ στις γαστροενετερικές παθήσεις καταγράφονται χαμηλά επίπεδα υγείας (καλή υγεία), στις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και στις νευροψυχιατρικές παθήσεις τα επίπεδα υγείας είναι υψηλά (επιβαρυμένη υγεία) και μάλιστα η αύξηση του μέσου επιπέδου υγείας μεταξύ των ομάδων ασθενειών όπως αυτές ορίζονται στο σχήμα 4 είναι γραμμική και στατισιτικά σημαντική (R2=0.9743) στο CI =95%

Στα σχήματα 5α,β,γ,δ,ε γίνεται μια προσπάθεια προσαρμογής θεωρητικού στατιστικού μοντέλου στην κατανομή συχνοτήτων των επιπέδων υγείας, στις διάφορες ηλικίες, ανεξάρτητα του ανατομικού συστήματος ασθένειας. Όπως προκύπτει στην ηλικία 0-2 ετών (Σχήμα 5α) παρατηρείται μια στατιστικά σημαντική προσέγγιση (CI 95% και range 25%-50%), του μοντέλου της κανονικής κατανομής στα καταγραφέντα δεδομένα γεγονός που δείχνει ότι στο εύρος 3.3????? (μέση τιμή ? SD) εντοπίζεται το 74.2% των περιπτώσεων.

Στο σχήμα 5β δηλαδή στις ηλικίες 2-4 ετών παρατηρείται και πάλι μια στατιστικά σημαντική προσέγγιση (CI 95% και Range 25%-50%,) του μοντέλου της κανονικής κατανομής στα καταγραφέντα δεδομένα γεγονός που δείχνει ότι στο εύρος μέση τιμή ?SD=4.21?1.6 ορίστηκαν από το στατιστικό μοντέλο-νόμο το 90.9% των περιπτώσεων.

Στο σχήμα 5γ δηλαδή στις ηλικίες 4-6 ετών, παρατηρείται μια οριακή στατιστικά σημαντική προσέγγιση (CI 95%, range 2.5%-5%, p<0.05,) του μοντέλου της κανονικής κατανομής στα καταγραφέντα δεδομένα. Αυτό οφείλεται στην πολύ μεγάλη συχνότητα εμφάνισης επιπέδων υγείας 4. Στο εύρος μέση τιμή ? SD=4???? ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο-νόμο το 81.3% των περιπτώσεων.

Στο σχήμα 5δ δηλαδή στις ηλικίες 6-8 ετών καταγράφηκε μια στατιστικά σημαντική προσέγγιση, πολύ καλύτερη από ότι στις προηγούμενες περιπτώσεις, (CI 95% , range 50%-75% ) του μοντέλου της κανονικής κατανομής στα καταγραφέντα δεδομένα όπου για το εύρος μέση τιμή ? SD =4.5?1.7 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο το 87.4% των περιπτώσεων.

Τέλος στο σχήμα 5ε δηλαδή στις ηλικίες 8-10 ετών καταγράφεται μια λιγότερο στατιστικά σημαντική προσέγγιση (CI 95%, range 1-2.5%) του μοντέλου της κανονικής κατανομής στα καταγραφέντα δεδομένα εξαιτίας της μεγάλης διασποράς του δείγματος. Στο εύρος μέση τιμή ? SD =4.4 ?1.9 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο το 83.9% των δεδομένων.

Στο σχήμα 6α το στατιστικό μοντέλο της κανονικής κατανομής παρουσιάζει στατιστικά σημαντική προσαρμογή (CI 95%, range 25-50%, p<0.05) στα καταγραφέντα περιστατικά. Το ανωτέρω γεγονός επιτρέπει να γίνει εκτίμηση σε γενικότερο επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας εμφάνισης των διαφόρων επιπέδων υγείας σε παιδιά με αναπνευστικό πρόβλημα. Ετσι για το εύρος μέση τιμή ? SD =4.4 ?1.51 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο το 68.3% των περιπτώσεων.

Στο σχήμα 6β η γάμμα κατανομή παρουσιάζει στατιστικά σημαντική προσαρμογή (CI 95%, range 25-50%) στα δεδομένα, γεγονός που επιτρέπει να γίνει εκτίμηση γενικότερα σε επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας εμφάνισης των διαφόρων επιπέδων υγείας σε παιδιά με γαστρο-εντερική πάθηση. Η προσπάθεια εφαρμογής της κανονικής κατανομής στα συγκεκριμένα δεδομένα δεν κατέστη δυνατή και τούτο διότι η επικρατούσα συχνότητα καταγραφής του δείγματος (δηλ. αυτή με τη μεγαλύτερη τιμή), καλύπτει το 50% των περιπτώσεων και εντοπίζεται στο επίπεδο υγείας 2 απομακρύνοντας την κατανομή από τη συμμετρικότητα που χαρακτηρίζει την κανονική κατανομή. Στην περίπτωση αυτή για το εύρος συχνοτήτων μέση τιμή ? SD =2.5 ?1.3 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο (γάμμα κατανομή) το 65% των δεδομένων.

Στο σχήμα 6γ δίνεται η προσέγγιση της γάμμα κατανομής σε περιπτώσεις με δερματολογικές παθήσεις. Το ανωτέρω στατιστικό μοντέλο παρουσιάζει στατιστικά σημαντική προσαρμογή (CI 95% range 10-25%,) στα δεδομένα, γεγονός που επιτρέπει να γίνει γενικότερη εκτίμηση σε επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας εμφάνισης των διαφόρων επιπέδων υγείας σε παιδιά με τις ανωτέρω παθήσεις. Αντίθετα η προσπάθεια εφαρμογής του μοντέλου της κανονικής κατανομής στα συγκεκριμένα δεδομένα από το ανωτέρω ανατομικό σύστημα δεν κατέστη δυνατή γιατί οι επικρατούσες συχνότητες καταγραφέντων περιπτώσεων του δείγματος που καλύπτουν το 50% του συνόλου των δερματολογικών περιπτώσεων, εντοπίζονται στα επίπεδα υγείας 2 και 3 καθιστώντας την κατανομή ασύμμετρη. Ως εκ τούτου για το εύρος μέση τιμή ? SD =3.4 ?1.9 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο το 72.1% των περιπτώσεων.

Στο παραπάνω σχήμα 6δ απεικονίζεται η προσαρμογή του στατιστικού μοντέλου της κανονικής κατανομής σε περιπτώσεις παιδιών με ιώσεις-λοιμώξεις. Είναι φανερό ότι το συγκεκριμένο μοντέλο παρουσιάζει στατιστικά ισχυρή σημαντική προσαρμογή (CI 95%, range 90-95%,) στα καταγραφέντα δεδομένα γεγονός που δίνει την δυνατότητα να γίνει προγνωστική εκτίμηση σε γενικότερο επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας εμφάνισης των διαφόρων επιπέδων υγείας σε παιδιά με την συγκεκριμένη νοσολογική οντότητα. Ετσι στο εύρος μέση τιμή ? SD =3.4 ?1.2 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο το 82.8% των περιπτώσεων.

Στο σχήμα 6ε η εφαρμογή του στατιστικού μοντέλου της γάμμα κατανομής φαίνεται ότι παρουσιάζει στατιστικά σημαντική προσαρμογή (CI 95%, range 25-50%,) στις καταγραφείσες περιπτώσεις παιδιών με Νευρο-ψυχιατρικές παθήσεις γεγονός που επιτρέπει να γίνει προγνωστική εκτίμηση σε γενικότερο επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας εμφάνισης των διαφόρων επιπέδων υγείας στις ανωτέρω περιπτώσεις. Στα συγκεκριμένα περιστατικά η προσαρμογή αυτού του στατιστικού μοντέλου επιτρέπει την προγνωστική εκτίμηση των συχνοτήτων σε όλο το φάσμα των επιπέδων υγείας παρά την εμφανιζόμενη απόκλιση που παρατηρείται στα ομαδοποιημένα επίπεδα υγείας 7-10 όπως φαίνεται στο σχήμα 3. Ετσι στο εύρος μέση τιμή ? SD =5.2 ?2.4 ορίσθηκαν από το στατιστικό μοντέλο το 62.4% των δεδομένων.

Στο ανωτέρω σχήμα 6στ μεταξύ όλων των στατιστικών μοντέλων που λήφθηκαν υπόψη η Βήτα κατανομή δείχνει μια καλύτερη προσέγγιση σε σχέση με τα άλλα θεωρητικά μοντέλα, στα δεδομένα του δείγματος χωρίς όμως να υπάρχει στατιστικά σημαντική προσαρμογή, γεγονός που δεν επιτρέπει να γίνει προγνωστική εκτίμηση σε γενικότερο επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας επιπέδων υγείας. Το γεγονός αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ώστε να διερευνηθούν, όταν το επιτρέψει η αύξηση του μεγέθους του δείγματος, οι αιτίες που το προκαλούν.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η αρχική προγνωστική εκτίμηση στην κλασσική ομοιοπαθητική είναι πολύ σημαντική για την έκβαση της θεραπείας του ασθενούς. Οι παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν την βαρύτητα της νόσου και αντίστοιχα μία καλή ή κακή πρόγνωση (9) στηρίζονταν παλαιότερα: 1) στο περιορισμένο βαθμό ελεύθερης έκφρασης μέσα στην ζωή, 2) στο κέντρο βάρους των συμπτωμάτων, 3) στο βαθμό υπερευαισθησίας στους διάφορους παράγοντες, 4) στο ατομικό και οικογενειακό αναμνηστικό. Η εισαγωγή όμως των 12-επίπεδων υγείας φαίνεται ότι ίσως αποτελεί το σημαντικότερο σύγχρονο εργαλείο πρόγνωσης στην κλασσική ομοιοπαθητική. Ο τρόπος μελέτης τους όπως περιγράφθηκε από τον Γ. Βυθούλκα (3,4,5) δίνουν την δυνατότητα στον ομοιοπαθητικό ιατρό να ταξινομήσει και να εκτιμήσει τον ασθενή με ορθότητα, ούτως ώστε να προσεγγίζει με περισσότερη ακρίβεια, το μέγεθος και κυρίως την βαρύτητα της νοσολογικής του κατάστασης, την επιλογή της σωστής δυναμοποίησης του φαρμάκου και πιθανών επαναλήψεων των δόσεων αυτού και κατ` επέκταση την θεραπεία δια μέσου της ομοιοπαθητικής.(10). Αυτή είναι η πρώτη φορά που στην διεθνή βιβλιογραφία γίνεται προσπάθεια προσέγγισης και καταγραφής των 12-επιπέδων υγείας κατά Βυθούλκα και εξαγωγής αποτελεσμάτων σε γενικότερο πληθυσμό παιδιών. Βέβαια υπάρχει ακόμα μεγάλη δυσκολία στην εφαρμογή τους και τούτο διότι οι ιατροί δεν είναι ακόμα εξοικιωμένοι με τον συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, αλλά και επειδή αρκετά από τα σημεία γίνονται δύσχρηστα σε μη έμπειρους γιατρούς. Για τους παραπάνω λόγους κρίνεται αναγκαία η καλύτερη και απλούστερη προσέγγιση των επιπέδων υγείας, ώστε αυτά να χρησιμοποιούνται καλύτερα στην καθημερινή ομοιοπαθητική κλινική πρακτική. Από την άλλη πλευρά η σημασία της σωστής προγνωστικής εκτίμησης των παιδιών είναι αδιαμφισβήτητη. Παλαιότερες μελέτες αναφέρουν ότι η αξία της ομοιοπαθητικής στις παιδιατρικές παθήσεις είναι πολύ σημαντική ενώ σε πολλές περιπτώσεις αυτή είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση πρώτης γραμμής. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις οφείλονται στο γεγονός ότι η ομοιοπαθητική θεραπεία στην παιδική ηλικία έχει μακροχρόνια αποτελέσματα και πολλές φορές για όλη την ζωή του ατόμου (11). Για λόγους πρακτικούς αλλά και λόγω του περιορισμένου σχετικά δείγματος σε παιδιά όπως αυτά καταγράφησαν στο πανελλήνιο registry GREC-HOMEO, οι νοσολογικές οντότητες ταξινομήθησαν σε ανατομικά συστήματα παθήσεων όπως: αναπνευστικές παθήσεις, παθήσεις του γαστροεντερικού, παθήσεις του δέρματος, ιώσεις-λοιμώξεις, νευροψυχιατρικά νοσήματα, και ωτο-ρινο-λαρυγγοιατρικά νοσήματα (Πίνακας 1). Όπως προέκυψε, η ομαδοποίηση των επιπέδων υγείας του δείγματός μας οδηγεί σε πλασματική απεικόνιση της κατανομής συχνοτήτων των επιπέδων υγείας ανά ασθένεια, ενώ καλύτερη προσέγγιση επιτυγχάνεται μόνο στην περίπτωση που λαμβάνεται υπόψη η διασπορά των δεδομένων η οποία υπεισέρχεται στο θεωρητικό-στατιστικό μοντέλο.

Τα θεωρητικά στατιστικά μοντέλα-νόμοι έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στο παρελθόν προκειμένου να προβλέψουμε καλύτερα την συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου δείγματος (εμπειρική καταγραφή) στο γενικότερο σύνολο. Παρά το ότι στην πανελλήνια καταγραφή ομοιοπαθητικών περιπτώσεων υπάρχει ακόμα περιορισμένος αριθμός περιπτώσεων στον παιδικό πληθυσμό φαίνεται ότι τα δεδομένα μας προσαρμόζονται αρκετά καλά στα θεωρητικά στατιστικά μοντέλα που εφαρμόσθηκαν. Για την συνολική εκτίμηση σε επίπεδο γενικότερου πληθυσμού θεωρήσαμε το εύρος, μέση τιμή ??SD, για κάθε ένα από τα νοσήματα (δηλ. ανατομικά συστήματα νοσημάτων) και προσδιορίσαμε, για κάθε νόσημα, από τις θεωρητικές κατανομές που ορίσθηκαν, την πιθανότητα να βρίσκεται μέσα σε αυτό το εύρος όπως αυτό ορίστηκε ανωτέρω. Ειδικότερα, στα παιδιά τα οποία προσέρχονταν στην ομοιοπαθητική με αναπνευστικά προβλήματα (σχήμα 6α), η εφαρμογή του μοντέλου της κανονικής κατανομής, το οποίο είναι εφαρμόσιμο στην περίπτωση που η μέση τιμή του δείγματος είναι παραπλήσια με αυτή που αντιστοιχεί στο επίπεδο υγείας με την μεγαλύτερη συχνότητα (mode value), παρουσιάζει στατιστικά σημαντική προσαρμογή. Σύμφωνα λοιπόν με το μοντέλο της κανονικής κατανομής που ορίσθηκε, στο εύρος μέση τιμή ?SD, περιλαμβάνεται το 68.3% των περιπτώσεων γεγονός που επιτρέπει να γίνει εκτίμηση σε γενικότερο επίπεδο πληθυσμού της συχνότητας εμφάνισης των επιπέδων υγείας μέσα σε αυτό το διάστημα. Είναι επίσης γνωστό ότι μια επιτυχής προσαρμογή ενός θεωρητικού μοντέλου-νόμου στην κατανομή συχνοτήτων των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν δίνει την δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων, με μια ορισμένη πιθανότητα σφάλματος για τον γενικό πληθυσμό, ενώ δια μέσου του δείγματος επιτυγχάνεται μόνο η περιγραφή των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν. Ετσι από τα δεδομένα της καταγραφής δεν μπορεί να ορισθεί αν υπάρχει ή όχι συμμετρικότητα στην κατανομή. Επίσης η εκτίμηση της συχνότητας εμφάνισης περιστατικών σε κάθε επίπεδο υγείας δεν αντιπροσωπεύει τον γενικότερο πληθυσμό γιατί η απλή παρουσίαση των δεδομένων δεν λαμβάνει υπόψη του τις ιδιότητες των συγκεντρωθέντων δεδομένων (επιπέδων υγείας). Σε ότι αφορά τα παιδιά με γαστροεντερικά προβλήματα εφαρμόσθηκε με επιτυχία η gamma κατανομή (σχήμα 6β) η οποία επιτρέπει την πρόβλεψη των επιπέδων υγείας στο εύρος μέση τιμή ?SD στον γενικότερο πληθυσμό σε ποσοστό 65%. Παρομοίως η gamma κατανομή εφαρμόσθηκε και στα δερματολογικά προβλήματα(σχήμα 6γ) δίνοντας ποσοστό πρόβλεψης για το εύρος μέση τιμή ?SD της τάξεως 72.1%. Αντίθετα η κανονική κατανομή βρέθηκε περισσότερο αντιπροσωπευτική όταν εφαρμόσθηκε στην ομάδα ασθενειών με λοιμώξεις-ιώσεις (σχήμα 6δ), επιτρέποντας την πρόβλεψη των επιπέδων υγείας στο εύρος μέση τιμή ?SD στον γενικότερο πληθυσμό σε ποσοστό 82.8%. Λόγω της ασυμμετρίας η οποία επίσης παρατηρείται στην κατανομή συχνοτήτων τις νευρο-ψυχιατρικές περιπτώσεις καλύτερη προσαρμογή είχε η gamma κατανομή (σχήμα 6ε), η οποία παρουσιάζει προβλεπτική ικανότητα για το εύρος μέση τιμή ?SD στον γενικότερο πληθυσμό της τάξεως 62.4%.

Συμπερασματικά, από την ανωτέρω ανάλυση δίνεται η δυνατότητα για την καλύτερη και πιο έγκυρη προσέγγιση των 12-επιπέδων υγείας κατά Βυθούλκα στον γενικότερο παιδικό πληθυσμό και την διευκόλυνση των ομοιοπαθητικών ιατρών στην καλύτερη και ορθότερη εφαρμογή τους στην καθημερινή κλινική πράξη. Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές στις περιπτώσεις όπου συνεκτιμώνται οι διάφορες μεταβλητές (π.χ. ηλικία, ασθένεια κλπ) που χαρακτηρίζουν το υπό μελέτη δείγμα (παιδιά από το registry). Εξ άλλου η εξαγωγή συμπερασμάτων για τον γενικότερο πληθυσμό προσανατολίζει καλύτερα τον ομοιοπαθητικό γιατρό και δυνητικά μπορεί να βελτιώσει την πολιτική για την εκτίμηση της υγείας των παιδιών σε εθνικό επίπεδο στο εύρος μέση τιμή+/-SD. με πιθανότητα σε κάθε μια από τις περιπτώσεις που ορίσθηκαν (ανατομικά συστήματα ασθενειών) >60%.

Περιορισμοί της μελέτης: Ένας βασικός περιορισμός της μελέτης αποτελεί το μικρό δείγμα προς ανάλυση των παιδιών που συμμετείχαν στην μελέτη, ο οποίος όμως έγινε ισχυρότερος από τη στιγμή που αποφασίσθηκε η διαστρωμάτωση των ασθενών ανα ανατομικά συστήματα ασθενειών.

Βιβλιογραφία
1. Eisenberg DM, Kessler RC, Foster C, Norlock FE, Calkins DR, Delbanco TL. Unconventional medicine in the United States- prevalence, costs and patterns of use. N Engl J Med 1993; 328:246-252.
2. Harris P, Rees R, The prevalence of complementary and alternative medicine use among the general population: a systematic review of the literature. Complem Ther Med 2000;8:88-96.
3. G. Vithoulkas. A New Model for Heatlh and Disease. Ed. Heatlh and Habitat Mill Valley, CA and North Atlantic Books Berkeley, CA 1991, pp 140-153.
4. G. Vithoulkas. Die Praxis homοopathischen Heilens. Auflage 6, Elsevier Urban & Fischer, Munchen-Jena 2005, pp. A & B.
5. European Commettee for Homeopathy. A strategy for research in Homeopathy. Assessing the value of Homeopathy for Health care in Europe. 3rd edition 2005, pp 18.
6. Zar H.J. «Biostatistical Analysis» Prentice-Hall Inc Englewood Cliffs. N.Y. 1974, pp 70-79 & 281-296.
7. Wilks D.S. “Statistical Methods in the Atmospheric Sciences. An Introduction. Acad.Press N.Y.2000, pp 86-93 & 95-97.
8. Μould F.R. 1989. Introductory medical statistics. 2nd edition, Medical Science Series Adam Hilger, Bristol and Philadelphia. 185p
9. Βυθούκλας Γ. Ανάλυση περίπτωσης και πρώτη συνταγογραφία, στο: Η επιστήμη της Ομοιοπαθητικής 1990, σελ.220-223.
10. Homeopathic links. 12-levels of health in classical Homeopathy. National Journal of Homeopathy 2000;13:2-3 (access 5/9/2008).
11. Kivellos S. Homeopathy in Obstretical conditions and peadiatric diseases.

Ευχαριστίες: Θερμές ευχαριστίες ανήκουν στους συναδέλφους οι οποίοι συνέφεραν τα μέγιστα για την πραγματοποίηση της Πανελλήνιας Καταγραφής Ομοιοπαθητικών Περιπτώσεων (GREC-HOMEO) συλλέγοντας περιπτώσεις.




-