ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

Ομοιοπαθητική και το παιδικό άσθμα

Κατηγορίες: Παιδιά - Παιδιατρική
Εικόνα Άρθρου

ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΑΣΘΜΑ

Ομοιοπαθητική και το παιδικό άσθμα

μια συνεχώς διογκούμενη απειλή και μια ακίνδυνη θεραπεία του ...

Εντυπωσιακά στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας σχετικά με την αύξηση της συχνότητας του άσθματος στα παιδιά ενώ επισημαίνονται με σχετική αγωνία ίσως, παράγοντες που ευθύνονται γι' αυτό το γεγονός. Η σφαιρική εκτίμηση του προβλήματος δείχνει ότι υπάρχει μια αύξηση 4 - 15% στις αναπτυγμένες χώρες ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι μόνο 3%. Δεκαπέντε τοις εκατό των Ευρωπαίων υποφέρουν από άσθμα και το πρόβλημα είναι πολύ αυξημένο στα παιδιά. Είναι το πιο συχνό νόσημα της παιδικής ηλικίας (10 - 15%) υπεύθυνο για το μεγαλύτερο ποσοστό των σχολικών απουσιών ετησίως [μόνο για την Ελλάδα οι απουσίες οι οφειλόμενες στο άσθμα υπολογίζονται στις 600.000 ετησίως!...]


Περίπου το 80% του άσθματος Ι αρχίζει στην παιδική ηλικία το 34% στον πρώτο χρόνο ζωής, 50% μέχρι το 2ο χρόνο ζωής και το 80% μέχρι τον 5ο - 7ο χρόνο ζωής. Είναι πιο συχνό στα αγόρια αρχικά αλλά στην εφηβεία η συχνότητα εξομοιώνεται στα δύο φύλα.

Το άσθμα μπορεί να περιγραφεί κλινικά ως αντιστρεπτή απόφραξη αεραγωγών, λειτουργικά ως μη ειδική υπεραντιδραστικότητα και παθολογοανατομία ως φλεγμονή των βρόγχων.

Η θνητότητα του παιδικού άσθματος, είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με τους ενήλικες, αλλά έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κυρίως στην ηλικία των 10 -14 χρονών.

Οι κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες του άσθματος είναι το οικογενειακό ιστορικό άσθματος, η ατοπία και το κάπνισμα των γονέων και κυρίως της μητέρας.

Η εφηβική ηλικία είναι η ηλικία με την μεγαλύτερη ύφεση στο άσθμα. Τα περισσότερα από τα παιδιά με άσθμα είναι ατοπικά, δηλαδή έχουν την τάση να ευαισθητοποιούνται στο περιβάλλον και συχνά έχουν θετικές δερματικές δοκιμασίες στα συνηθισμένα εισπνεόμενα αλλεργιογόνα. Η ατοπία είναι σαφώς γενετικό χαρακτηριστικό. Περίπου 60% των παιδιών με έκζεμα αναπτύσσουν άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα ή άλλο ατοπικό νόσημα και περίπου 10% των παιδιών με αλλεργική ρινίτιδα προχωρούν στην ανάπτυξη χρόνιου αλλεργικού άσθματος.

Αν και ποικίλουν με την ηλικία τα πιο συχνά εκλυτικά αίτια στην παιδική ηλικία περιλαμβάνουν ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις, αλλεργιογόνα, ερεθιστικές ουσίες στο περιβάλλον του σπιτιού, ψυχολογικούς παράγοντες, παραρρινόκολπίτιδα, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και άσκηση.

Περίπου 75% των παιδιών με άσθμα έχουν θετικές δερματικές δοκιμασίες στα συνήθη περιβαλλοντικά αλλεργιογόνα. Κυρίως υπεύθυνοι είναι τα εισπνεόμενα αλλεργιογόνα του ενδοοικιακού περιβάλλοντος (ακάρεα, γάτα, σκύλος, κατσαρίδες, μύκητες) στα παιδιά ηλικίας πάνω από 3 ετών, ενώ η ευαισθησία στις γύρεις που είναι υπεύθυνη για το εποχιακό άσθμα, εμφανίζεται μετά τα 6 - 7 χρόνια ζωής, τα δε τροφικά αλλεργιογόνα παίζουν μικρότερο ρόλο στο άσθμα και κυρίως στην βρεφική ηλικία. Ερεθιστικές ουσίες (απορρυπαντικά, χημικά, καπνός τσιγάρου κ.ά.) είναι επίσης σημαντικοί εκλυτικοί παράγοντες και στα παιδιά όπως και στους ενήλικες.

Η έγκαιρη διάγνωση του άσθματος είναι επιτακτική. Καθυστέρηση στη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή θεραπεία με αποτέλεσμα την πιθανή καθυστέρηση σωματικής αύξησης και ανάπτυξης, την ψυχολογική επιβάρυνση τόσο του παιδιού όσο και της οικογένειας και δευτερευόντως βέβαια, σε αυξημένο αριθμό σχολικών απουσιών.

Η διάγνωση του άσθματος είναι δυσκολότερη στα παιδιά απ' ότι στους ενήλικες. Ο γιατρός θα πρέπει να στηριχθεί στο ιστορικό και την αντικειμενική εξέταση. Ένα ιστορικό με συχνές λοιμώξεις ανωτέρου αναπνευστικού, συρίττουσα αναπνοή, θετικό οικογενειακό ιστορικό για άσθμα ή ατοπική νόσο ή παιδί με ατοπική δερματίτιδα ενισχύει την υποψία για τη διάγνωση του βρεφικού άσθματος. Για το μεγαλύτερο παιδί η διάγνωση είναι πιο εύκολη με κλινική αξιολόγηση, αξιολόγηση πνευμονικής λειτουργίας συνήθως από ηλικίας 5 - 6 χρονών. Η ακτινογραφία θώρακος δεν είναι διαγνωστική αλλά γίνεται για αποκλεισμό άλλων καταστάσεων.

Η κλινική εικόνα του άσθματος ποικίλει με την ηλικία του παιδιού. Στην βρεφική ηλικία εκδηλώνεται με 3 μορφές: υποτροπιάζουσα συρίττουσα αναπνοή με συνοδό ιογενή λοίμωξη, επίμονο ξηρό νυχτερινό βήχα, χρόνια συρίττουσα αναπνοή συνήθως σε παχύσαρκα βρέφη. Στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία, συνήθως εκδηλώνεται με τη γνωστή κρίση άσθματος, αλλά συνήθως υπερισχύει ο βήχας. Τέλος στα μεγαλύτερα παιδιά οι κρίσεις είναι πιο τυπικές.

Γενικά, όσο πιο μικρό το παιδί τόσο μεγαλύτερος ο κατάλογος της διαφορικής διάγνωσης στο άσθμα, από άλλες καταστάσεις όπως συγγενείς δυσπλασίες, εισρόφηση, λοιμώξεις, όγκους κ.λ.π.

Ο στόχος της θεραπείας σύμφωνα με την συμβατική ιατρική είναι η ελάττωση των συμπτωμάτων, η αποκατάσταση της πνευμονικής λειτουργίας, όσο γίνεται στο φυσιολογικό, βελτίωση της καθημερινής δραστηριότητας και ενεργό συμμετοχή στο σχολείο και στην κοινωνική ζωή, χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες από την θεραπευτική αγωγή. Σύμφωνα πάλι με την συμβατική ιατρική, δεν υπάρχει ίαση για το άσθμα. Ανάμεσα στα θεραπευτικά μέσα περιλαμβάνονται και η απομάκρυνση όσο το δυνατόν των αλλεργιογόνων από το περιβάλλον του παιδιού καθώς και η ανοσοθεραπεία για το εποχιακό άσθμα, κυρίως για παιδιά άνω των 6 - 8 χρόνων.

Τα συμβατικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική αντιμετώπιση του άσθματος ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες: βρογχοδιασταλτικά (Β2 διεγέρτες - θεοφυλλίννη - βρωμιούχο ιπρατρόπιο) - αντιφλεγμονώδη (κορτικοστεροειδή και μη στεροειδή χρωμογλυκονικό Na), αντισταμινικά (κετοτιφένιο, νεδοκρομίλη) με ποικίλες παρενέργειες: Των Β2-διεγερτών: ανησυχία, αϋπνία, τρόμος, ζάλη, λιποθυμία, εφιδρώσεις, ψυχώσεις, ταχυκαρδία, μεταβολές της αρτηριακής πιέσεως, αίσθημα παλμών, αρρυθμίες, ισχαιμία, ξηροστομία, ναυτία, έμετος, κατακράτηση ούρων, γλαύκωμα, υπεργλυκαιμία, υπερθυρεοειδισμός, βρογχόσπασμος, κ.ά. Της θεοφυλλίνης ανορεξία, ναυτία, έμετοι, σύγχυση, διέγερση όταν τα επίπεδα της στο πλάσμα είναι κάτω από 20 mg/l. Πάνω απ' αυτό το όριο παρουσιάζονται ταχυκαρδία, αρρυθμίες, δύσπνοια και σπασμοί. Τέλος τα κορτικοστεροειδή είναι γνωστό ότι προκαλούν (κυρίως όταν η από του στόματος ή παρεντερική χορήγηση κορτιζόνης ξεπερνά τα 10mgr πρεδνιζολόνης επί μερικές εβδομάδες ή μήνες) πολλές παρενέργειες (ακμή, αργή επούλωση τραυμάτων, μώλωπες, θρομβοφλεβίτιδα, αϋπνία, ψυχώσεις, οίδημα, υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμίες, διαβήτη, αδυναμία, οστεοπόρωση, διαταραχές εμμήνου ρύσεως, ενδοκρινικές διαταραχές, γαστρεντερικές διαταραχές κ.ά.), ενώ τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή λόγω της τοπικής δράσης δεν εμφανίζουν συστηματικές παρενέργειες.

Αν προσεγγίζαμε όμως το πρόβλημα από την Ομοιοπαθητική σκοπιά θα επισημαίναμε τέσσερα στοιχεία που πιστεύουμε ότι καθιστούν σαφή την ομοιοπαθητική προσέγγιση στη νόσο αυτή καθώς και τη θεραπευτική δυναμική της κατά την αντιμετώπησή του.

1. Αρχικά είναι το στοιχείο της κληρονομικότητας. Αν και επισημαίνεται, χλιαρά μάλλον, ο ρόλος της κληρονομικότητας ως προδιαθεσικού παράγοντα, εν τούτοις αυτό το στοιχείο παραμένει πρακτικά ανεκμετάλλευτο στη συμβατική ιατρική αντιμετώπιση. Αντίθετα στην Ομοιοπαθητική το στοιχείο αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί:

    i. Είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας της κατάστασης του παιδιού επομένως και της πρόγνωσης της αγωγής και αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι συχνά είναι ανεξάρτητο από αυτή καθ' εαυτή τη βιαιότητα των συμπτωμάτων του ασθενούς, ii. Αποτελεί πολλές φορές αποφασιστικό στοιχείο για την επιλογή του σωστού ομοιοπαθητικού φαρμάκου ή φαρμάκων που μόνο μέσω αυτών μπορούμε να αναμένουμε θεραπεία.

Οι ψυχολογικοί παράγοντες. Σαν τέτοιους θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

    α. κακές ενδοοικογενειακές σχέσεις
    β. προβλήματα στη σχολική ή προσχολική περίοδο ή γενικά στην κοινοτική ζωή
    γ. καταστάσεις ψυχολογικού shock όπως απώλεια συγγενικού προσώπου, φόβος από κάποιο γεγονός κ.λ.π.
    δ. ζήλεια, κυρίως προς κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας, συνήθως αδελφό ή αδελφή, κ.ά.
Στην ομοιοπαθητική πρακτική συχνά διαπιστώνουμε τη σημαντικότητα αυτού του εκλυτικού παράγοντα που σε αρκετές περιπτώσεις ο ρόλος τους είναι κρίσιμος όχι μόνο στην εξέλιξη αλλά και στην εμφάνιση αυτής της διαταραχής. Κι εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι και αυτός ο παράγοντας στην ομοιοπαθητική πράξη δεν αποτελεί απλά ένα θεωρητικό εύρημα αλλά συνιστά σημαντικό στοιχείο και για την επιλογή της ενδεικνυόμενης αγωγής αλλά και για εξέλιξη της θεραπείας.

2. Η συσχέτιση των δερματικών εκδηλώσεων του ασθενούς με τα ασθματικά συμπτώματα. Από πολύ παλιά είχε επισημανθεί από τους ομοιοπαθητικούς γιατρούς η ευθεία συσχέτιση των δερματικών προβλημάτων με τα συμπτώματα του άσθματος.

Και η παρατήρηση είναι απλή και σαφής: Όσο πιο πολύ καταπιέζονται τα δερματικά συμπτώματα τόσο επιδεινώνονται τα αναπνευστικά συμπτώματα ενώ αντίθετα: όταν εκτονώνεται στην επιφάνεια η δερματική ευαισθησία του ασθενούς μας τότε "καθιζάνουν" τα αντίστοιχα αναπνευστικά του προβλήματα.

Έτσι συχνότατα στην ομοιοπαθητική πράξη βέπουμε ότι τη βελτίωση του μικρού ασθματικού ασθενούς μας συνοδεύει επιδείνωση ή επανεμφάνιση των παλιών δερματικών προβλημάτων τα οποία είχαν καταπιεστεί προηγουμένως. Αυτό όμως δεν πρέπει να θορυβεί τους γονείς ώστε να καταφεύγουν με πανικό στην επανακαταπίεσή τους προκαλώντας έτσι, ακουσίως την ουσιαστική επιδείνωση του!... αντίθετα θα πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι γιατί το γεγονός αυτό δείχνει ότι συντελείται μια θεραπευτική διαδικασία σε βάθος και το μέλλον του παιδιού τους διαγράφεται πλέον ευνοϊκότερο.

4. Το στοιχείο της ενδεχόμενης ίασης του άσθματος. Συμβατικά όπως άλλωστε ρητά δηλώνεται, ίαση δεν υπάρχει. Έχουμε απλώς συμπτωματική αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω της χρόνιας προληπτικής χορήγησης κυρίως κορτικοστεροειδών για την πρόληψη υποτροπών με άγνωστες όμως ως τώρα ενδεχόμενες, κυρίως μακροπρόθεσμες, παρενέργειες στη συνολικότερη λειτουργία του οργανισμού του ασθενούς.

Στην ομοιοπαθητική όμως πράξη συχνότατα διαπιστώνουμε ότι φτάνουμε σε πλήρη ίαση του μικρού ασθενούς μας αφού πολλές φορές για όλη την υπόλοιπη ζωή του δεν παρατηρούνται αναπνευστικά προβλήματα!... (Η παρατήρηση αυτή εμπεριέχει σαφώς ιστορική αλήθεια αφού η Ομοιοπαθητική Ιατρική διεθνώς εφαρμόζεται για περίπου 200 χρόνια...)

Τέλος να αναφέρουμε μερικούς παράγοντες που συντελούν στην όσο το δυνατόν καλύτερη πορεία του ασθματικού παιδιού κατά την ομοιοπαθητική αντιμετώπιση:

    α. Η όσο το δυνατόν ταχύτερη έναρξη της θεραπείας.
    β. Η συνέχιση της θεραπείας και της παρακολούθησης εν γένει όχι μόνο μέχρι πλήρους εξαφάνισης της αναπνευστικής ευαισθησίας του παιδιού αλλά ως την ουσιαστική και μόνιμη βελτίωση του επιπέδου υγείας του οργανισμού, γ. Στην επιλογή του σωστού ή συχνότατα των εκάστοτε σωστών ομοιοπαθητικών φαρμάκων.
    δ. Η αποφυγή λήψης ισχυρών αλλοπαθητικών φαρμάκων κυρίως κορτικοστεροειδών και αντιβιοτικών, ε. Η πλήρης συμμόρφωση των γονέων στις υποδείξεις του θεράποντος ομοιοπαθητικού ιατρού.
    στ. Περιβαλλοντικοί ή ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν, μερικές φορές καίρια την εξέλιξη της νόσου,
    ζ. Τελικά το γενικότερο επίπεδο υγείας του οργανισμού του παιδιού που έχει σχέση κυρίως με τις κληρονομικές και γενετικές καταβολές του.

Από το περιοδικό Ομοιοπαθητική Ιατρική, τεύχος 14




-