ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗΣ
Οι τρεις θεμελιώδεις αρχές της ομοιοπαθητικής
του Adolph Lippe
Καλούμαστε να θεραπεύσουμε έναν ασθενή που πάσχει από εμετούς. Σύμφωνα με τον νόμο των ομοίων, χορηγούμε ένα "εμετικό φάρμακο". Υπάρχουν όμως αρκετά διαφορετικά φάρμακα που μοιάζουν. Τι θα κάνουμε, θα τα δώσουμε όλα διαδοχικά, ή θα τα δώσουμε όλα μαζί;
Οι τρεις θεμελιώδεις αρχές της Ομοιοπαθητικής είναι:
1. Ο νόμος των ομοίων,
2. Ένα φάρμακο κάθε φορά,
3. Η ελάχιστη δόση.
Αυτές οι τρεις θεμελιώδεις αρχές συνιστούν μια ουσιώδη τριάδα - μιά αδιαχώριστη μονάδα - και ο διαχωρισμός οποιασδήποτε από τις τρεις συνεπάγεται την απόρριψη όλων.
Αυτές, όπως και κάθε άλλη επιστημονική θεωρία, μπορούν να εξεταστούν με επιχειρήματα (λογικά), ή με γεγονότα (πρακτικά) και πρέπει να αποδειχθούν αληθινές και με τις δύο εξετάσεις.
Στο τεύχος 2 - σελ. 85 του περιοδικού «Hahnemannian Monthly», παρουσιάστηκε μια εξέταση με επιχειρήματα (λογική) αυτών των θέσεων, και υποθέτουμε πως η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών έχει αντιληφθεί πλήρως αυτό τον τρόπο παρουσίασης. Καθώς όμως φαίνεται, τα επιχειρήματα μας δεν έγιναν πλήρως κατανοητά από μια μειοψηφία, και αφού πιστεύουμε ότι και οι μειοψηφίες έχουν τα δικαιώματα τους, ακόμη κι αν αποτελούνται από ένα μόνο άτομο, πρέπει να ικανοποιήσουμε το δικαίωμα να απαιτήσουν απλότητα. Και αν η μειοψηφία ενός ή περισσοτέρων ατόμων δεν έχει την κλίση να καλλιεργεί την λογική κρίση - μία αμέλεια για την οποία μόνο λίγοι απ' όσους ανήκουν στους «μορφωμένους» είναι ένοχοι, αισθανόμαστε πως είναι καθήκον μας να προσφύγουμε σε μία παρουσίαση τόσο απλή και τόσο πρακτική και τόσο προσαρμοσμένη στην καλλιέργεια τους ώστε να μην μείνει καμμιά λογική αμφιβολία γιά την ικανότητα τους να μας κατανοήσουν πλήρως.
Όλοι όσοι πρεσβεύουν πως είναι ομοιοπαθητικοί γιατροί έχουν προς το παρόν δεχθεί την πρώτη μας θεμελιώδη αρχή, ή τουλάχιστον έτσι λένε. Όμως η άρνηση των άλλων δύο αρχών, ως απαραίτητης συνέπειας της πρώτης, δείχνει ότι ποτέ δεν την κατανόησαν πλήρως: και αυτό θα δείξουμε με μια πρακτική εφαρμογή. Καλούμαστε να θεραπεύσουμε έναν ασθενή που πάσχει από εμετούς. Σύμφωνα με τον νόμο των ομοίων, χορηγούμε ένα "εμετικό", ή σε απλή γλώσσα, ένα φαρμακευτικό παράγοντα ικανό να προκαλέσει εμετούς. Γνωρίζουμε πως η Ipecacuanha, o Tartarus emeticus, η Lobelia, η Nux vomica, το Veratrum κλπ προκαλούν εμετό. Όλα είναι εμετικά, άρα όλα είναι όμοια. Επομένως θα τα δώσουμε όλα με τη σειρά, ή θα τα δώσουμε όλα μαζί;
Με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει ελπίδα επιτυχίας. Προχωρούμε τώρα λίγο περισσότερο, και μαθαίνουμε πως, παρότι ο νόμος των ομοίων είναι αληθής αρχή, χρειάζεται κάποια επιπλέον διευκρίνιση ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε με σιγουριά στην εφαρμογή του για την θεραπεία των ασθενών. Και βρίσκουμε την Ομοιοπαθητική να διδάσκει ότι τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του ασθενούς πρέπει να είναι όμοια με τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του φαρμάκου. Και βρίσκουμε την συμβουλή του S. Hahnemann στο «πώς να εξετάζουμε έναν ασθενή» στο Organon, και εξετάζουμε τον ασθενή σύμφωνα με την συμβουλή του. Έχοντας επίσης μία Materia Medica (Ομοιοπαθητική Φαρμακολογία) και υποθέτοντας ότι γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικα συμπτώματα των φάρμακων, βρίσκουμε σ' αυτή την περίπτωση του εμέτου, ας πούμε για παράδειγμα ενός παιδιού, ότι το παιδί είναι πλαδαρό και παχύ. Ότι είναι δέκα οκτώ μηνών, στην περίοδο της οδοντοφυΐας. Ότι έχει δυσκοιλιότητα. Ότι κάνει εμετό το φαγητό του και το γάλα που πίνει. Ότι ο έμετος μυρίζει ξυνά, κλπ. Αν εφαρμόσουμε τον νόμο των ομοίων με τον τρόπο που ο Hahnemann μας δίδαξε να τον κατανοούμε, στην περίπτωση του, θα χορηγήσουμε Calcarea carbonica και όχι κάποιο απ' τα συνηθισμένα «εμετικά». Αν κατανοούμε τον νόμο σύμφωνα με την πιο υλική ερμηνεία του, θα χορηγήσουμε Ipecacuanha ή Tartarus emeticus ή κάποιο άλλο φάρμακο. Το παιδί αυτό θα θεραπευτεί με Calcarea carbonica και όχι με κάποιο από τα «εμετικά». Ο ξυνός έμετος είναι χαρακτηριστικός σ' αυτή την περίπτωση και συχνά εμφανίζεται σ' ένα παχύ παιδί κατά την οδοντοφυΐα.
Σε μια άλλη περίπτωση «εμέτου» βρίσκουμε ότι τα συμπτώματα εμφανίζονται στο παιδί μόλις πιει έστω και ελάχιστη ποσότητα υγρού. Ένας τέτοιος ασθενής δεν είναι πιθανόν να θεραπευτεί από ένα κοινό «εμετικό», αλλά από το όμοιο, το Croton tiglium.
Ένας άλλος ασθενής, ένας άνδρας, κάνει εμετό οτιδήποτε πίνει. Στην περίπτωση του όμως είναι χαρακτηριστικό ότι έχει μεγάλη δίψα για κρύο νερό και ότι κάνει τον εμετό μετά από κάποια ώρα, δηλαδή μόλις το νερό ζεσταθεί στο στομάχι του. Και αυτή η περίπτωση δεν θα ωφεληθεί από κανένα από τα συνήθη «εμετικά», αλλά το «όμοιο» θα ευρεθεί στο Phosphorus και θα τον θεραπεύσει γιατί τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του ασθενούς είναι επίσης χαρακτηριστικά του φαρμάκου.
Αυτές οι λίγες περιπτώσεις μας δείχνουν ότι πρέπει να δεχθούμε την πρώτη αρχή, όπως την δίδαξε ο Hahnemann και όπως την ερμήνευσε, και ότι χρειάζεται μια ερμηνεία τέτοια, αν θέλουμε να επιτύχουμε στην θεραπεία του ασθενούς. Επίσης βλέπουμε ότι για να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε την πρώτη αρχή, είναι ανάγκη να μάθουμε πώς να εξετάζουμε έναν ασθενή ώστε να εξάγουμε τα χαρακτηριστικά του συμπτώματα και ότι πρέπει να έχουμε εξοικειωθεί με την γνώση των επιδράσεων των φαρμάκων στον οργανισμό, δηλαδή με την Materia Medica.
Αυτή η ερμηνεία του νόμου των ομοίων ανακοινώθηκε, εισήχθηκε και διδάχθηκε απ' τον ίδιο τον Hahnemann, καθώς του παρουσιάστηκε στο πρώτο του βήμα αναζήτησης ενός ασφαλούς και αληθούς νόμου θεραπείας. Ο Hahnemann ήθελε να μάθει αν ήταν δυνατό να βρει τον νόμο που θα έπρεπε να μας καθοδηγεί στην χορήγηση του Περουβιανού φλοιού1 γιά τη θεραπεία του διαλείποντος πυρετού2, έχοντας ορισμένα γεγονότα που δικαιολογούσαν αυτή την αναζήτηση.
Το πρώτο γεγονός ήταν πως ο περουβιανός φλοιός είχε θεραπεύσει κάποιες περιπτώσεις διαλείποντος πυρετού. Το δεύτερο ήταν ότι σε άλλες περιπτώσεις όχι απλώς δεν είχε θεραπεύσει, αλλά είχε προκαλέσει επιπλέον ταλαιπωρίες στους ασθενείς. Η διακήρυξη του Coller ότι ο Περουβιανός φλοιός θεράπευε τον διαλείποντα πυρετό επειδή ήταν συγχρόνως πικρός και αρωματικός, προκάλεσε στον Hahnemann λογικές αμφιβολίες ως προς το επιχείρημα αυτό. Σ' αυτό το πλαίσιο, πρόσβαλε όσα μέλη του ιατρικού επαγγέλματος προέβαλαν άρνηση και πάντα προβάλλουν άρνηση να ακούσουν ένα λογικό επιχείρημα. Όμως, βρήκε επιπλέον τρόπους να προσφέρει ένα πρακτικό επιχείρημα μέσω γεγονότων και «απέδειξε»3 τον Περουβιανό φλοιό στον εαυτό του και σε άλλους. Έτσι άρχισε μια σειρά πειραμάτων που απέδειξε συμπερασματικά ότι ένα φάρμακο θα θεραπεύσει με βεβαιότητα τις ασθένειες που παρουσιάζουν ένα σύνολο χαρακτηριστικών συμπτωμάτων, όμοιο με τις επιδράσεις του φαρμάκου στον οργανισμό.
Τώρα θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε την ορθότητα της δεύτερης θεμελιώδους αρχής μας - «του ενός φαρμάκου» - με πρακτικό τρόπο, μέσω γεγονότων.
Καλούμαστε να θεραπεύσουμε έναν ασθενή που έχει πυρετό, πόνο σαν από υποδερμική φλεγμονή, με μετακίνηση του πόνου από ένα σημείο του σώματος σε ένα άλλο κάθε φορά. Έχει ρίγη, δεν διψάει αλλά το στόμα του είναι κολλώδες. Κάποιος που δεν δέχεται την αληθή ερμηνεία της πρώτης αρχής, θα αναζητήσει ένα «όμοιο φάρμακο» γιά τον πυρετό στο Aconitum και για τον πόνο στην Arnica και θα τα χορηγήσει με τη σειρά. Αν όμως δέχεται τον αληθή ορισμό της πρώτης αρχής, σύντομα θα διακρίνει ότι μόνο ένα από τα γνωστά φάρμακα μπορεί να είναι ομοιοπαθητικό Σ' αυτή την περίπτωση, θα χορηγήσει Pulsatilla και θα θεραπεύσει τον ασθενή.
Σε άλλη περίπτωση, καλούμαστε να θεραπεύσουμε μια ασθενή που υποφέρει από καταπίεση εμμήνων και ρινορραγίες. Παραμελώντας την αληθή ερμηνεία της πρώτης και δεύτερης αρχής, κάποιος μπορεί να βρει ένα όμοιο για τα καταπιεσμένα έμμηνα στην Pulsatilla και γιά τις ρινορραγίες στο Mercurius και να τα χορηγήσει με τη σειρά, υποθέτοντας ότι με μία ισχυρή διαταγή η Pulsatilla θα αποκαταστήσει τον έμμηνο κύκλο και ο Mercurius θα σταματήσει τις ρινορραγίες. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι η αποτυχία. Αλλά ο πραγματικός ομοιοπαθητικός θα βρεί το όμοιο για το σύνολο των συμπτωμάτων στην Bryonia η οποία θα θεραπεύσει την ασθενή με τον σωστό τρόπο.
Ή, καλούμαστε να θεραπεύσουμε έναν ασθενή που πάσχει από «ρευματισμό» που μετακινείται από το ένα μέρος του σώματος στο άλλο, στον οποίο, όταν σταματά η προσβολή από τον «ρευματισμό» εμφανίζονται γαστρικά συμπτώματα και όταν αυτά εξαφανίζονται επανέρχεται ο «ρευματισμός» κ.ο.κ. Με την πρώτη ματιά, κάποιος που γνωρίζει τον νόμο των ομοίων χωρίς την σωστή του ερμηνεία, μπορεί να θεωρήσει την Pulsatilla ως το όμοιο φάρμακο γιά τον ρευματισμό και την Nux vomica ως το όμοιο για τα γαστρικά συμπτώματα και να περιμένει μια θεραπεία χορηγώντας τα με τη σειρά. Ο αληθινός ομοιοπαθητικός θα βρει το όμοιο στο Kali bichromicum και μ' αυτό θα θεραπεύσει σωστά τον ασθενή του.
Η τρίτη αρχή, η ελάχιστη δόση, μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή με πρακτικά παραδείγματα. Η ελάχιστη δόση είναι η δόση η ακριβώς επαρκής για να θεραπεύσει, ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη. Και κανείς δεν έχει ισχυριστεί, ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό σημαίνει την πλέον μικρή, την πιο απειροελάχιστη δόση που μπορούμε να διανοηθούμε.
Ο Hahnemann είχε κληθεί να εφαρμόσει τον νόμο του της θεραπείας σε περιπτώσεις οστρακιάς. Η οστρακιά του Sydenham ήταν τότε επιδημία και η Ομοιοπαθητική βρισκόταν στην νεογνική της ηλικία. Ο Hahnemann χορήγησε Belladonna ως το πιο «όμοιο φάρμακο», σε πολύ μικρές αλλά αντιληπτές δόσεις και όμως απέτυχε να θεραπεύσει τους ασθενείς. Πεπεισμένος για την ορθότητα της αρχής των ομοίων, απέδωσε την αποτυχία του, όχι στην εκλογή του φαρμάκου, αλλά στην ποσότητα του, δηλαδή στη δόση του. Έτσι μείωσε τη δόση, και όσο την μείωνε τόσο περισσότερο επιτυχής γινόταν και συνέχισε να την μειώνει έως ότου δεν μπορούσε πλέον να αντιληφθεί θανατηφόρα ή επικίνδυνα αποτελέσματα από την χορήγηση του ομοίου φαρμάκου. Και, αν τα πειράματα που έγιναν σε ευρεία κλίμακα δείχνουν ότι οι μικρότερες δόσεις θεραπεύουν συντομότερα από τις μεγαλύτερες, απομένει στον κάθε γιατρό να προσπαθεί να βρει μόνος του, ποια είναι η σωστή ελάχιστη δόση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, και μ' αυτή την προοπτική παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε ένα άρθρο με τίτλο «Το ερώτημα των δόσεων» που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο στο «Hahnemannian Monthly».
Αυτές οι τρεις θεμελιώδεις αρχές, που ανακοινώθηκαν, εισήχθησαν και διδάχθηκαν από τον Hahnemann, σχηματίζουν μια βάση για όλους τους πρακτικούς κανόνες που ανακοινώθηκαν, εισήχθησαν και διδάχθηκαν απ' αυτόν και που έγιναν παραδεκτοί από την σχολή που ίδρυσε. Και οποιαδήποτε απόκλιση απ' αυτές τις τρεις θεμελιώδεις αρχές, ή έστω και από μία τους, ή η υιοθέτηση πρακτικών κανόνων που δεν βασίζονται σ' αυτές και δεν εναρμονίζονται μαζί τους, θα μας οδηγήσει σε απατηλούς δρόμους με μοιραία αποτελέσματα. Η άρνηση τους ισοδυναμεί με άρνηση των γραπτών του Hahnemann, αφού τις παραθέτει τόσο συχνά στα γραπτά του, που μόνο οι παραθέσεις αυτές θα γέμιζαν ένα μικρό βιβλίο. Και αυτοί που είναι ομοιοπαθητικοί, που έχουν υιοθετήσει με κατανόηση τις αρχές αυτές και τους πρακτικούς κανόνες που βασίζονται πάνω τους, έχουν πάντα την ικανοποίηση να διαπιστώνουν πως είναι εντελώς σωστές. Ότι χωρίς αυτές δεν θα μπορούσε να υπάρχει Ομοιοπαθητική, και ότι μ' αυτές μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την επιτυχία που αναζητούμε.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι αυτές οι τρεις θεμελιώδεις αρχές έχουν μια ιστορική ύπαρξη και ότι η καταγραφή τους στη βιβλιογραφία μας δεν μπορεί να καταστραφεί. Αυτή η καταγραφή είναι διττή. Αρχικά, τις βλέπουμε να αναπτύσσονται λογικά, καθώς ο Hahnemann προοδεύει στην αναζήτηση για τον αληθινό νόμο της θεραπείας και για τον ασφαλή τρόπο εφαρμογής του στη θεραπεία των ασθενών. Έπειτα, βρίσκουμε ένα πλήθος αφοσιωμένων μαθητών του να συσχετίζει τα αποτελέσματα της πρακτικής εφαρμογής της Ομοιοπαθητικής επιβεβαιώνοντας με κάθε συσχέτιση την ορθότητα των αρχών και των πρακτικών κανόνων που προκύπτουν από αυτές.
Τελικά, η άρνηση αυτών των κανόνων εμπεριέχει την ομολογία της αδυναμίας κάποιου να τους εφαρμόσει, ή μια έλλειψη ορθής εκτίμησης τους. Και ανεξάρτητα από το αν οι αντίπαλοι της Ομοιοπαθητικής τις απορρίπτουν ή όχι, η σχολή μας θα επεκτείνεται, όπως είναι αναγκαίο, αφού η ίδια η εφαρμογή αυτών των θεμελιωδών αρχών στην πρακτική μας, εξασφαλίζει την επιτυχία.
Πριν από καιρό ο καθηγητής Andral έλαβε εντολή από την Ακαδημία Επιστημών να εκτελέσει πειράματα με την Ομοιοπαθητική μέθοδο στα νοσοκομεία του Παρισιού. Ο καθηγητής Andral τα εξετέλεσε, απέτυχε σ' όλες τις περιπτώσεις και η Ακαδημία απέρριψε την Ομοιοπαθητική. Ο καθηγητής Andral απέτυχε βεβαίως, επειδή δεν ήξερε τίποτε για την Ομοιοπαθητική, η οποία παρόλα αυτά εξακολούθησε να είναι το ίδιο σωστό σύστημα θεραπείας που ήταν και πριν την ενάντια αναφορά του. Ούτε ήταν δυνατό η άγνοια ενός μεγάλου, να πλήξει τις σημαντικές αλήθειες που περιέχονται στην Ομοιοπαθητική. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο καθηγητής Andral μετανόησε για την αναφορά του, και αναγνώρισε το λάθος που είχε κάνει προσπαθώντας να κρίνει ένα σύστημα ιατρικής με το οποίο δεν ήταν - δεν μπορούσε να ήταν, εξοικειωμένος.
Ο σκύλος γαυγίζει προς τη σελήνη και η σελήνη συνεχίζει να κινεί ται. Και όποιος νομίζει ότι η πρόοδος μιας μεγάλης μεταρρύθμισης μπορεί να σταματήσει ή και να καθυστερήσει έστω για λίγο, με το να την κατηγορεί, πρέπει τελικά να δει την απερισκεψία του και να μετανοήσει για την στάση του. Ακόμη και ο καθηγητής Andral μετανόησε, αλλά μη έχοντας κάνει μόνιμη βλάβη, έπρεπε να μετανοήσει μόνο για την απερισκεψία του. Η αλήθεια είναι ισχυρή, και επικρατεί.
Από το περιοδικό Ομοιοπαθητική Ιατρική, τεύχος 19, 1999
ΣτΜ: 1 Περουβιανός φλοιός: φλοιός δένδρου που περιέχει την κινίνη. Από τότε δινόταν εμπειρικά για την αντιμετώπιση της ελονοσίας.
ΣτΜ: 2 Διαλείπων πυρετός: η ελονοσία.
ΣτΜ: 3 Απόδειξη φαρμάκου (Proving): η πειραματική διαδικασία που εισήγαγε ο Hahnemann, της λήψης ουσιών από υγιείς εθελοντές και της καταγραφής των συμπτωμάτων που παράγονται έτσι. Τα συμπτώματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση της ομοιοπαθητικής Materia Medica.
Adolph Lippe
Γεννήθηκε στο See της
Γερμανίας, στις 11 Μαΐου 1812. Πρωτότοκος γιος του Κόμη Λούντβιχ και της κόμησας Αυγούστας Lippe. Παρότι ξεκίνησε σπουδές στη Νομική, το πραγματικό του ταλέντο και ενδιαφέρον ήταν για την ιατρική, και μετά ένα χρόνο νομικών σπουδών, αποφάσισε να αφοσιωθεί πλήρως στην σπουδή της ιατρικής.
Το 1839 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και παρακολούθησε την μόνη τότε Ομοιοπαθητική σχολή στις ΗΠΑ στο Allentown. Με την αποφοίτηση του, πήρε το δίπλωμα του από τον Constantine Hering στις 27 Ιουλίου 1841. Μετά από χρόνια κλινικής άσκησης της Ομοιοπαθητικής κατέλαβε την θέση της Ομοιοπαθητικής Φαρμακολογίας στο Κολλέγιο Ομοιοπαθητικής Ιατρικής της Πενσυλβάνια, από το 1863 έως το 1868. Δημοσίευσε περισσότερα από 600 πρωτότυπα άρθρα καθώς και πολλές μεταφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1888, 76 ετών, ασκώντας ενεργά την Ομοιοπαθητική Ιατρική ως τις τελευταίες μέρες της ζωής τον.